μπαλαρίνα

μπαλαρίνα
η
(λ. ιταλ.), χορεύτρια μπαλέτου: Από μικρή ονειρευόταν να γίνει μπαλαρίνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπαλαρίνα — η χορεύτρια μπαλέτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ballarina < ρ. ballare «χορεύω»] …   Dictionary of Greek

  • Σεβερίνι, Τζίνο — (Severini). Ιταλός φουτουριστής ζωγράφος (1883 1966). Στο έργο του το δυναμικό στοιχείο γίνεται αισθητό στη στενά οπτική, νοητική αξία του. Ακόμα και στις πιο αφηρημένες συνθέσεις του διακρίνεται ένα σχήμα κίνησης, στο οποίο νοιώθει κανείς το… …   Dictionary of Greek

  • μπαγιαντέρα — η 1. Ινδή χορεύτρια 2. (γενικά) χορεύτρια θεάτρου 3. γυναίκα υπερβολικά στολισμένη 4. πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bayadere < πορτογαλ. bailadeira «μπαλαρίνα»] …   Dictionary of Greek

  • Βαλαντόν, Σουζάν — (Suzanne Valadon, Λιμόζ 1865 – Παρίσι 1938). Γαλλίδα ζωγράφος. Άρχισε τη σταδιοδρομία της ως μπαλαρίνα. Αργότερα εργάστηκε ως μοντέλο διαφόρων ζωγράφων, μεταξύ των οποίων και οι Ρενουάρ και Τουλούζ Λοτρέκ. Τέλος, ασχολήθηκε με επιτυχία με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Βαλουά, Ίντρις Στάνες — (Edris Stannus De Valois, Μπατιμπόιζ, Μπλέσινγκτον 1898 – 2001). Ιρλανδή χορεύτρια και χορογράφος, γνωστή με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Νινέτ. Αφού εργάστηκε ως πρώτη χορεύτρια στη Βρετανική Εταιρεία Όπερας (1918) και πρώτη μπαλαρίνα στο Κόβεντ… …   Dictionary of Greek

  • Πλισέτσκαγια, Μάγια Μιχαήλοβνα — Ρωσίδα καλλιτέχνιδα του μπαλέτου. Αποφοίτησε από τη χορογραφική σχολή της Μόσχας το 1943 και προσλήφθηκε στο θίασο του θεάτρου Μπαλσόι. Ο πρώτος κύριος ρόλος της ήταν αυτός της Μάσα στο έργοΟ καρυοθραύστης του Τσαϊκόφσκι. Από τότε ερμήνευσε με… …   Dictionary of Greek

  • Σεβέρτσκωφ, Αλεξέι Νικολάγιεβιτς — Σοβιετικός βιολόγος (1866 1936). Διατέλεσε καθηγητής της ζωολογίας στο Τάρτου (1898), στο Κίεβο (1902) και στη Μόσχα (1911 1930). Το 1930 οργάνωσε το εργαστήριο της εξέλιξης της μορφολογίας και της παλαιοζωολογίας της Ακαδημίας Τεχνών της πρώην… …   Dictionary of Greek

  • Σοβιρέ, Ιβέτ — (Sauviret). Γαλλίδα χορεύτρια. Γεννήθηκε το 1917 και σπούδασε στη σχολή της Γκραντ Oπερά και από το 1941 ήταν πρίμα μπαλαρίνα του θεάτρου αυτού. Εμφανίστηκε κατά καιρούς με άλλους θιάσους, όπως το Μπαλέτο Ηλυσίων πεδίων, Φεστιβάλ Μπαλέ κλπ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”